ισταμίνη

ισταμίνη
Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες, προκαλώντας τοπικές και γενικές αντιδράσεις, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται ως φλεγμονή. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν: διαστολή των τριχοειδών και των αρτηριών που εκδηλώνεται με ερυθρότητα στο πρόσωπο και στον κορμό, πονοκέφαλο και πτώση της αρτηριακής πίεσης· σύσπαση των λείων μυϊκών ινών που είναι σημαντική στις μυϊκές ίνες των βρόγχων καθώς ο σπασμός τους προκαλεί ασθματικό παροξυσμό· υπερέκκριση των εξωκρινών αδένων, ιδιαίτερα του στομάχου. Εξάλλου, μεγάλες δόσεις ι. αλλοιώνουν τα ενδοθήλια των αγγείων και προκαλούν εξίδρωση, η οποία μπορεί να καταλήξει σε σοκ. Η απελευθέρωση ι. μέσω των ανοσολογικών μηχανισμών επιδρά σημαντικά στη γένεση των αλλεργικών φαινομένων· ειδικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος είναι δυνατόν να ευαισθητοποιηθούν κατά την αντίδραση αντιγόνου-αντισώματος και να απελευθερώσουν μεγάλες ποσότητες ι. Διάφορες ουσίες μπορούν να λειτουργήσουν ως αντιγόνα, με πιο συνηθισμένη τη γύρη. Η αλλεργική αντίδραση μπορεί να είναι πολύ σοβαρή και να οδηγήσει σε αναφυλακτικό σοκ, απειλώντας τη ζωή του ατόμου· για τον λόγο αυτό σήμερα υπάρχουν πολλά φάρμακα, τα αντιισταμινικά, που εμποδίζουν τη δράση της ι. και χρησιμοποιούνται επωφελώς στις αλλεργικές αντιδράσεις. Για τον ίδιο σκοπό δοκιμάζονται θεραπείες απευαισθητοποίησης με τη χορήγηση πολύ μικρών δόσεων ι. που αυξάνονται προοδευτικά.
* * *
ή
βιογενής και πρωτεϊνογενής αμίνη που προέρχεται από την αποκαρβοξυλίωση τού αμινοξέος ιστιδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. histamine < hist- (πρβλ. ίστ-ός) + amine (πρβλ. αμίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισταμινικός — ή, ό ο σχετικός με την ισταμίνη ή αυτός που προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. histaminic < hist amin (πρβλ. ισταμίνη) + ic (πρβλ. ικός)] …   Dictionary of Greek

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

  • μαστοκυττάρωση — Ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία υπερβολικού αριθμού μαστοκυττάρων σε διάφορα όργανα και ιστούς του οργανισμού. Η μ. συναντάται σε τρεις μορφές, στο μαστοκυττάρωμα, στη μελαγχρωστική κνίδωση και στη συστηματική μ. Το… …   Dictionary of Greek

  • οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …   Dictionary of Greek

  • αντιισταμινικά — Φάρμακα που ανήκουν σε πολλές χημικές σειρές, παράγονται συνθετικά και εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση της ισταμίνης από τα κύτταρα του οργανισμού που είναι ευαίσθητα στη δράση αυτής της ουσίας. Κυριότερη ένδειξη των α. είναι όλες οι παθήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • δεκαρβοξυλάση ή αποκαρβοξυλάση — Πρωτεϊνικό ένζυμο που αποτελεί υποομάδα των λυασών (ένζυμα που καταλύουν τη διάσπαση μίας ουσίας σε δύο προϊόντα). Η δ. βρίσκεται σε διάφορους ζωικούς ιστούς και δρα ως καταλύτης στις αποκαρβοξυλιώσεις ειδικών ακετονοξέων ή αμινοξέων, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • μαστοκύτταρα ή σιτευτικά κύτταρα — Κύτταρα του χαλαρού συνδετικού ιστού, ο ρόλος των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις ανοσολογικές αποκρίσεις του οργανισμού. Περιέχουν διάφορες χημικές ενώσεις, όπως η ηπαρίνη, η οποία παρεμποδίζει την πήξη του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”